Το σχέδιο μάχης για την
αντιμετώπιση της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης ήταν η απομόνωση των μικρών
περιφερειακών χωρών προκειμένου να αποτραπεί η ‘μόλυνση’ στην Ισπανία –
και από εκεί μια περαιτέρω διάχυση της μόλυνσης, στο χειρότερο σενάριο
που θα έμοιαζε με εφιάλτη. Τα γεγονότα,
ωστόσο, μας δείχνουν ότι το σχέδιο αυτό απέτυχε. Οι αγορές, πιασμένες στα δίκτυα του πανικού, δεν βλέπουν καν την ανάγκη για μια στάση στην Ιβηρική πριν εξαπολύσουν μια ευθεία επίθεση στην Ιταλία – την τρίτη σε μέγεθος οικονομία του ευρώ και με το δεύτερο μεγαλύτερο δημόσιο χρέος. Η νέα ιταλική κρίση κάνει ξαφνικά την κατάσταση πολύ πιο επίφοβη – αλλά όχι επαρκώς επίφοβη ώστε να ταρακουνήσει και να βγάλει τους Ευρωπαίους ηγέτες από την αυταρέσκεια τους.
Από την περασμένη Δευτέρα το...
κόστος δανεισμού της Ιταλίας ανεβαίνει. Η διαφορά αποδόσεων έναντι των γερμανικών ομολόγων έφτασε αρχικά τις 3 ποσοστιαίες μονάδες - ποσοστό που αποτελεί ιστορικό υψηλό μετά τη δημιουργία της Ευρωζώνης – πριν μειωθεί για λίγο στη συνέχεια, ενδεχομένως και χάρη στην φημολογούμενη παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι ιταλικές δημοπρασίες της εβδομάδας υπήρξαν επιτυχημένες, αλλά το επιτόκιο που δόθηκε ήταν τσουχτερό. Οι επενδυτές σε όλες τις αγορές φοβούνται. Αλλά όχι περισσότερο από τους μετόχους των ιταλικών τραπεζών που είδαν τις αξίες των τίτλων τους να βουλιάζουν κατά το ένα τρίτο.
Τα νεύρα των αγορών έχουν γίνει κουρέλια κι από τις ατέρμονες συζητήσεις σχετικά με την επίλυση του χρηματοδοτικού προβλήματος της Ελλάδας που δεν λένε να καταλήξουν κάπου. Αλλά η Ιταλία δεν αποτελεί απλά θύμα της μόλυνσης των αγορών, παρά τις διακηρύξεις για τη σχετική δημοσιονομική της χρηστότητα. Είναι το άκρον άωτο της ανευθυνότητας να διασπείρεις αμφιβολίες σχετικά με την έγκριση ενός προϋπολογισμού λιτότητας, πολύ περισσότερο να καθιστάς τις σχετικές διαδικασίες όμηρο των επιχειρηματικών συμφερόντων του πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Οι ευθύνες της Ρώμης υπάρχουν και έχουν βάθος χρόνου. Είναι αλήθεια ότι το έλλειμμα της Ιταλίας είναι μικρότερο από της πλειοψηφίας των εταίρων της και ότι παρέμεινε υπό εντυπωσιακό έλεγχο κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αλλά με την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι διαβρώθηκε το πρωτογενές πλεόνασμα που είχε η Ιταλία το 2000 και που έφτανε το 5,5% του ΑΕΠ της. Όπως και τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας που σήμερα βρίσκονται στο έλεος της εξωτερικής βοήθειας, έτσι και η Ιταλία σπατάλησε τις δυνατότητες που της πρόσφεραν τα χαμηλά επιτόκια της πρώτης 10ετίας του ευρώ δίχως να οικοδομήσει βιώσιμη ανάπτυξη.
Κατά συνέπεια η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ ποτέ δεν μειώθηκε κάτω του 100% και σήμερα βρίσκεται στο 120%. Αυτό παράγει μια εκρηκτική δυναμική χρέους: κάθε αύξηση των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων μεγεθύνεται από τον αντίκτυπο της στα επιτόκια. Η βιωσιμότητα του ιταλικού χρέους γίνεται κατά συνέπεια επισφαλής: αν οι αγοραστές των ιταλικών κρατικών τίτλων ζητήσουν υψηλότερα πρίμιουμ κινδύνου, ένας φαύλος κύκλος θα τεθεί μπροστά.
Βεβαίως κάτι τέτοιο μπορεί ακόμη να αποφευχθεί. Και θα συμβεί συν τοις άλλοις σταδιακά καθώς η Ρώμη θα αναχρηματοδοτεί το χρέος της. Αλλά δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για να αναβληθεί αυτό που πρέπει να γίνει σήμερα: ο προϋπολογισμός της λιτότητας πρέπει να εγκριθεί τώρα. Αυτό ενδέχεται να ηρεμήσει τις αγορές. Οι ανησυχίες τους για την Ιταλία προέρχονται σήμερα ως επί το πλείστον από την μόλυνση: λειτουργούν αυτό-εκπληρούμενοι φόβοι για μόλυνση από την Ελλάδα. Είναι ζωτικό συμφέρον, όχι μόνο για την Ιταλία αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη, οι αγορές να μη χάσουν την εμπιστοσύνη τους στη Ρώμη από δικά της σφάλματα.
Όλα αυτά όμως αφήνουν χωρίς λύση το ελληνικό πρόβλημα. Οι οιωνοί δεν είναι καλοί. Λες και ήθελαν για μια ακόμη φορά να αποδείξουν την αυταρέσκεια τους, ορισμένοι ηγέτες της Ευρωζώνης αμφιβάλλουν ότι μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή μια λύση μέχρι το Σεπτέμβριο όπου τα εθνικά Κοινοβούλια θα επιστρέψουν από τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Τουλάχιστον ο φόβος της Ιταλίας επανέφερε στο τραπέζι πολιτικές και μέτρα που είχαν λανθασμένα απορριφθεί. Το κυριότερο εξ αυτών είναι οι εθελοντικές επαναγορές ελληνικών ομολόγων από τις δευτερογενείς αγορές με στόχο την εκμετάλλευση της έκπτωσης με την οποία πουλιούνται προκειμένου να μειωθεί το βάρος του χρέους της Αθήνας. Άλλη μια ιδέα είναι ένα σχέδιο Μπράντι, στο πλαίσιο του οποίου οι επενδυτές θα ανταλλάξουν τα ελληνικά ομόλογα τους με νέα που θα ελαφρύνουν το πρόγραμμα αποπληρωμών της Αθήνας αλλά θα διαθέτουν κοινές ευρωπαϊκές εγγυήσεις.
Οι μηχανισμοί μετρούν αλλά αυτό που μετρά περισσότερο είναι οι αρχές. Η Ευρωζώνη πρέπει να δεσμευτεί ρητά σε αυτό που ακόμα δεν τολμά να πει στους ψηφοφόρους της: ότι κινείται προς τη λύση της παροχής εγγυήσεων για το σύνολο του δημόσιου χρέους της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Αυτό το κόστος πρέπει να πληρωθεί προκειμένου να αρχίσουν ξανά να λειτουργούν οι αγορές. Σε αντάλλαγμα είναι δυνατό να εκμεταλλευθεί, προς όφελος των φορολογουμένων, την έκπτωση που ήδη ενέχεται στις τιμές της αγοράς. Στην περίπτωση αυτή θα έχουμε μια αληθινή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Με το κίνητρο των εγγυήσεων οι καταστροφικές επιπτώσεις των υποχρεωτικών ‘κουρεμάτων’ μπορούν να αποφευχθούν.
Οι τράπεζες και τα διάφορα κεφάλαια βλέπουν πολύ θετικά αυτές τις λύσεις. Οι αντιστάσεις, ωστόσο, παραμένουν – και η πιο σημαντική είναι στο Βερολίνο. Θα πρέπει να ξεπεραστεί: η ιστορία δεν συμπεριφέρεται καλά σε όσους παίζουν λύρα όταν η Ρώμη καίγεται.
ωστόσο, μας δείχνουν ότι το σχέδιο αυτό απέτυχε. Οι αγορές, πιασμένες στα δίκτυα του πανικού, δεν βλέπουν καν την ανάγκη για μια στάση στην Ιβηρική πριν εξαπολύσουν μια ευθεία επίθεση στην Ιταλία – την τρίτη σε μέγεθος οικονομία του ευρώ και με το δεύτερο μεγαλύτερο δημόσιο χρέος. Η νέα ιταλική κρίση κάνει ξαφνικά την κατάσταση πολύ πιο επίφοβη – αλλά όχι επαρκώς επίφοβη ώστε να ταρακουνήσει και να βγάλει τους Ευρωπαίους ηγέτες από την αυταρέσκεια τους.
Από την περασμένη Δευτέρα το...
κόστος δανεισμού της Ιταλίας ανεβαίνει. Η διαφορά αποδόσεων έναντι των γερμανικών ομολόγων έφτασε αρχικά τις 3 ποσοστιαίες μονάδες - ποσοστό που αποτελεί ιστορικό υψηλό μετά τη δημιουργία της Ευρωζώνης – πριν μειωθεί για λίγο στη συνέχεια, ενδεχομένως και χάρη στην φημολογούμενη παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι ιταλικές δημοπρασίες της εβδομάδας υπήρξαν επιτυχημένες, αλλά το επιτόκιο που δόθηκε ήταν τσουχτερό. Οι επενδυτές σε όλες τις αγορές φοβούνται. Αλλά όχι περισσότερο από τους μετόχους των ιταλικών τραπεζών που είδαν τις αξίες των τίτλων τους να βουλιάζουν κατά το ένα τρίτο.
Τα νεύρα των αγορών έχουν γίνει κουρέλια κι από τις ατέρμονες συζητήσεις σχετικά με την επίλυση του χρηματοδοτικού προβλήματος της Ελλάδας που δεν λένε να καταλήξουν κάπου. Αλλά η Ιταλία δεν αποτελεί απλά θύμα της μόλυνσης των αγορών, παρά τις διακηρύξεις για τη σχετική δημοσιονομική της χρηστότητα. Είναι το άκρον άωτο της ανευθυνότητας να διασπείρεις αμφιβολίες σχετικά με την έγκριση ενός προϋπολογισμού λιτότητας, πολύ περισσότερο να καθιστάς τις σχετικές διαδικασίες όμηρο των επιχειρηματικών συμφερόντων του πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Οι ευθύνες της Ρώμης υπάρχουν και έχουν βάθος χρόνου. Είναι αλήθεια ότι το έλλειμμα της Ιταλίας είναι μικρότερο από της πλειοψηφίας των εταίρων της και ότι παρέμεινε υπό εντυπωσιακό έλεγχο κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αλλά με την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι διαβρώθηκε το πρωτογενές πλεόνασμα που είχε η Ιταλία το 2000 και που έφτανε το 5,5% του ΑΕΠ της. Όπως και τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας που σήμερα βρίσκονται στο έλεος της εξωτερικής βοήθειας, έτσι και η Ιταλία σπατάλησε τις δυνατότητες που της πρόσφεραν τα χαμηλά επιτόκια της πρώτης 10ετίας του ευρώ δίχως να οικοδομήσει βιώσιμη ανάπτυξη.
Κατά συνέπεια η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ ποτέ δεν μειώθηκε κάτω του 100% και σήμερα βρίσκεται στο 120%. Αυτό παράγει μια εκρηκτική δυναμική χρέους: κάθε αύξηση των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων μεγεθύνεται από τον αντίκτυπο της στα επιτόκια. Η βιωσιμότητα του ιταλικού χρέους γίνεται κατά συνέπεια επισφαλής: αν οι αγοραστές των ιταλικών κρατικών τίτλων ζητήσουν υψηλότερα πρίμιουμ κινδύνου, ένας φαύλος κύκλος θα τεθεί μπροστά.
Βεβαίως κάτι τέτοιο μπορεί ακόμη να αποφευχθεί. Και θα συμβεί συν τοις άλλοις σταδιακά καθώς η Ρώμη θα αναχρηματοδοτεί το χρέος της. Αλλά δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για να αναβληθεί αυτό που πρέπει να γίνει σήμερα: ο προϋπολογισμός της λιτότητας πρέπει να εγκριθεί τώρα. Αυτό ενδέχεται να ηρεμήσει τις αγορές. Οι ανησυχίες τους για την Ιταλία προέρχονται σήμερα ως επί το πλείστον από την μόλυνση: λειτουργούν αυτό-εκπληρούμενοι φόβοι για μόλυνση από την Ελλάδα. Είναι ζωτικό συμφέρον, όχι μόνο για την Ιταλία αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη, οι αγορές να μη χάσουν την εμπιστοσύνη τους στη Ρώμη από δικά της σφάλματα.
Όλα αυτά όμως αφήνουν χωρίς λύση το ελληνικό πρόβλημα. Οι οιωνοί δεν είναι καλοί. Λες και ήθελαν για μια ακόμη φορά να αποδείξουν την αυταρέσκεια τους, ορισμένοι ηγέτες της Ευρωζώνης αμφιβάλλουν ότι μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή μια λύση μέχρι το Σεπτέμβριο όπου τα εθνικά Κοινοβούλια θα επιστρέψουν από τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Τουλάχιστον ο φόβος της Ιταλίας επανέφερε στο τραπέζι πολιτικές και μέτρα που είχαν λανθασμένα απορριφθεί. Το κυριότερο εξ αυτών είναι οι εθελοντικές επαναγορές ελληνικών ομολόγων από τις δευτερογενείς αγορές με στόχο την εκμετάλλευση της έκπτωσης με την οποία πουλιούνται προκειμένου να μειωθεί το βάρος του χρέους της Αθήνας. Άλλη μια ιδέα είναι ένα σχέδιο Μπράντι, στο πλαίσιο του οποίου οι επενδυτές θα ανταλλάξουν τα ελληνικά ομόλογα τους με νέα που θα ελαφρύνουν το πρόγραμμα αποπληρωμών της Αθήνας αλλά θα διαθέτουν κοινές ευρωπαϊκές εγγυήσεις.
Οι μηχανισμοί μετρούν αλλά αυτό που μετρά περισσότερο είναι οι αρχές. Η Ευρωζώνη πρέπει να δεσμευτεί ρητά σε αυτό που ακόμα δεν τολμά να πει στους ψηφοφόρους της: ότι κινείται προς τη λύση της παροχής εγγυήσεων για το σύνολο του δημόσιου χρέους της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Αυτό το κόστος πρέπει να πληρωθεί προκειμένου να αρχίσουν ξανά να λειτουργούν οι αγορές. Σε αντάλλαγμα είναι δυνατό να εκμεταλλευθεί, προς όφελος των φορολογουμένων, την έκπτωση που ήδη ενέχεται στις τιμές της αγοράς. Στην περίπτωση αυτή θα έχουμε μια αληθινή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Με το κίνητρο των εγγυήσεων οι καταστροφικές επιπτώσεις των υποχρεωτικών ‘κουρεμάτων’ μπορούν να αποφευχθούν.
Οι τράπεζες και τα διάφορα κεφάλαια βλέπουν πολύ θετικά αυτές τις λύσεις. Οι αντιστάσεις, ωστόσο, παραμένουν – και η πιο σημαντική είναι στο Βερολίνο. Θα πρέπει να ξεπεραστεί: η ιστορία δεν συμπεριφέρεται καλά σε όσους παίζουν λύρα όταν η Ρώμη καίγεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου